ἀναθρέω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναθρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ [[τῶν]] λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε [[σύγκριση]] με τα [[λόγια]] τους, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀναθρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ερευνώ]], [[εξετάζω]], [[παρατηρώ]] προσεκτικά, σε Ευρ., Πλάτ. — Παθ., τὰ ἔργα ἐκ [[τῶν]] λόγων ἀναθρούμενα, οι πράξεις τους σε [[σύγκριση]] με τα [[λόγια]] τους, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναθρέω:''' тщательно рассматривать (τι Eur., Plat.): τὰ ἔργα ἐκ τῶν λόγων ἀναθρούμενα Thuc. дела, сопоставленные со словами.
}}
}}