ἀνασκευάζω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασκευάζω:''' μελ. <i>-σω</i> — Παθ. παρακ. <i>ἀνεσκεύασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συσκευάζω]], «[[πακετάρω]]» τις αποσκευές (τὰ [[σκεύη]]), Λατ. vasa colligere· [[μετακομίζω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[διαλύω]] το [[στρατόπεδο]] κάποιου, [[απέρχομαι]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[απογυμνώνω]], [[ερημώνω]] έναν τύπο, σε Θουκ. — Μέσ., [[αφανίζω]], [[ερημώνω]] το [[σπίτι]] ή την πόλη κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[λεηλατώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., [[πτωχεύω]], διαλύομαι, λέγεται για τράπεζες, σε Δημ.· μεταφ., <i>ἀνεσκευάσμεθα</i>, έχουμε καταστραφεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνασκευάζω:''' μελ. <i>-σω</i> — Παθ. παρακ. <i>ἀνεσκεύασμαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συσκευάζω]], «[[πακετάρω]]» τις αποσκευές (τὰ [[σκεύη]]), Λατ. vasa colligere· [[μετακομίζω]], σε Ξεν. — Μέσ., [[διαλύω]] το [[στρατόπεδο]] κάποιου, [[απέρχομαι]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[απογυμνώνω]], [[ερημώνω]] έναν τύπο, σε Θουκ. — Μέσ., [[αφανίζω]], [[ερημώνω]] το [[σπίτι]] ή την πόλη κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[καταστρέφω]], [[ερημώνω]], [[λεηλατώ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> Παθ., [[πτωχεύω]], διαλύομαι, λέγεται για τράπεζες, σε Δημ.· μεταφ., <i>ἀνεσκευάσμεθα</i>, έχουμε καταστραφεί, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασκευάζω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> собирать вещи, укладываться Xen., Plut.: ἀνασκευασάμενοι ἐς τὰς [[ναῦς]] ἐμβάντες Thuc. собравшись и сев на корабли;<br /><b class="num">2)</b> расхищать, разорять, разрушать, разграблять (τι Eur., Thuc., Xen., Plat.): οἱ ἀνεσκευασμένοι τῶν τραπεζιτῶν Dem. разорившиеся менялы;<br /><b class="num">3)</b> нарушать, расторгать (συνθήκας Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> опровергать (φήμην Polyb.): κατασκευάζειν ἢ ἀ. Arst. подтверждать или опровергать.
}}
}}