ἀνεπίδεκτος: Difference between revisions

1
mNo edit summary
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]], που [[είναι]] [[ανίκανος]] να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαράδεκτος]], [[ανάρμοστος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεπίδεκτος]], -ον)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] [[επιδεκτικός]] σε [[κάτι]], που [[είναι]] [[ανίκανος]] να δεχθεί [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαράδεκτος]], [[ανάρμοστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίδεκτος:''' невосприимчивый, неспособный (τινος Diog. L., Sext.).
}}
}}