ἀνομολογούμενος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομολογούμενος:''' -η, -ον, αυτός που δε βρίσκεται σε [[συμφωνία]], [[ασύμφωνος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀνομολογούμενος:''' -η, -ον, αυτός που δε βρίσκεται σε [[συμφωνία]], [[ασύμφωνος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομολογούμενος:''' <b class="num">1)</b> (внутренне) противоречивый ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> противоречащий, несогласный (τοῖς προειρημένοις Arst.);<br /><b class="num">3)</b> не общепринятый Arst.
}}
}}