ἀνακηκίω: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνακηκίω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. [[αναβλύζω]], [[εξορμώ]], ἀνακήκῐεν [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀνακηκίω:''' μόνο στον ενεστ. και παρατ. [[αναβλύζω]], [[εξορμώ]], ἀνακήκῐεν [[αἷμα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνακηκίω:''' вытекать наружу, пробиваться, проступать (ἀνακηκίει [[ἱδρώς]] Hom.; ζεῖν καὶ ἀ. Plat.): ἀνακήκιεν [[αἷμα]] Hom. хлынула кровь.
}}
}}