ἀνταπερύκω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταπερύκω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[αποκρούω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνταπερύκω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ξω</i>, [[αποκρούω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταπερύκω:''' (с другой стороны) отталкивать от себя (τινὰ φιλεῖν [[μέν]], τινὰ δέ ἀ. Anth.).
}}
}}