ἀνετάζω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀνετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]] προσεκτικά, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνετάζω:''' допрашивать, пытать (τινά NT).
}}
}}