ἀνοιδέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοιδέω:''' Επικ. —είω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἀνῴδησα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φουσκώνω]], λέγεται για [[κύμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για το [[πάθος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνοιδέω:''' Επικ. —είω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἀνῴδησα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φουσκώνω]], λέγεται για [[κύμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για το [[πάθος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοιδέω:''' вздуваться, набухать (κῦμ᾽ ἀνοιδῆσαν Eur.; ἀ. ὑπὸ τοῦ πνεύματος Arst.; ἡ [[θάλασσα]] ἀνοιδεῖ Plut.): θυμὸς ἀνοιδέει Her. душа закипает (гневом).
}}
}}