ἀντερωτάω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντερωτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρωτώ]] με τη [[σειρά]] μου, <i>ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν</i>, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀντερωτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ρωτώ]] με τη [[σειρά]] μου, <i>ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν</i>, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντερωτάω:''' спрашивать в свою очередь Plut.: ἐρωτώμενος ἀ. Plat. на вопрос отвечать вопросом.
}}
}}