ἀνυπέρβατος: Difference between revisions

1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπέρβατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανυπέρβλητος]], [[ακατανίκητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(επίρρ., -τως)<br />α) [[χωρίς]] καμμιά [[παράλειψη]]<br />β) [[λεπτομερώς]]<br />γ) [[συνεχώς]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπέρβατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους»)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ανυπέρβλητος]], [[ακατανίκητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(επίρρ., -τως)<br />α) [[χωρίς]] καμμιά [[παράλειψη]]<br />β) [[λεπτομερώς]]<br />γ) [[συνεχώς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνυπέρβᾰτος:''' Diog. L., Sext. = [[ἀνυπέρβλητος]].
}}
}}