ἀντιτίθημι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ενάντια σε, αντιθέτω, με δοτ., σε Σιμ.· [[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης <i>τί τινος</i>, σε Θουκ.· τι [[πρός]] τι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀντ. τινά τινι</i>, είμαι [[ισόπαλος]] με κάποιον στην [[μάχη]], Λατ. committere, <i>ἴσους ἴσοισι ἀντιθείς</i>, σε Ευρ. — Παθ., [[αντιμάχομαι]], αντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποκρίνομαι]], [[αντιλέγω]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέτω]] ως [[αντίτιμο]], σε Ευρ., Ξεν.· [[καταθέτω]] ως [[αντάλλαγμα]] ή ως [[αντίτιμο]], ως [[αποζημίωση]], <i>τί τινος</i>, [[κάτι]] για [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντιτίθημι:''' μέλ. -[[θήσω]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θέτω]] ενάντια σε, αντιθέτω, με δοτ., σε Σιμ.· [[συγκρίνω]], [[αντιπαραβάλλω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης <i>τί τινος</i>, σε Θουκ.· τι [[πρός]] τι, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἀντ. τινά τινι</i>, είμαι [[ισόπαλος]] με κάποιον στην [[μάχη]], Λατ. committere, <i>ἴσους ἴσοισι ἀντιθείς</i>, σε Ευρ. — Παθ., [[αντιμάχομαι]], αντιπαραβάλλομαι, συγκρίνομαι, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[αποκρίνομαι]], [[αντιλέγω]], σε Ευρ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[θέτω]] ως [[αντίτιμο]], σε Ευρ., Ξεν.· [[καταθέτω]] ως [[αντάλλαγμα]] ή ως [[αντίτιμο]], ως [[αποζημίωση]], <i>τί τινος</i>, [[κάτι]] για [[κάτι]] [[άλλο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιτίθημι:''' <b class="num">1)</b> противопоставлять, ставить лицом к лицу (ἴσους ἴσοισι πολεμίοισιν Eur.);<br /><b class="num">2)</b> противополагать, сопоставлять, сравнивать (τί τινι Her., Eur., Plat., τί τινος Thuc. и τι πρός τι Plat., Dem.);<br /><b class="num">3)</b> заявлять в ответ Thuc.: πρὸς [[τοῦτο]] [[ἀντιθετέον]], οτι … Arst. на это следует возразить, что …;<br /><b class="num">4)</b> подставлять, заменять (τί τινος Eur.);<br /><b class="num">5)</b> возвращать или давать взамен, возмещать (τι Eur., Xen.): ἀντιτιθέμενα [[ταῦτα]] [[ἀντισήκωσις]] γίνεται Her. когда одно возмещается другим, наступает равновесие.
}}
}}