ἀνορχέομαι: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνορχέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αναπηδώ]] και [[χορεύω]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνορχέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., [[αναπηδώ]] και [[χορεύω]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνορχέομαι:''' (от радости) плясать, прыгать Eur.
}}
}}