3,274,921
edits
(3) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἀποβαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποβίβαση]], [[έξοδος]] από το [[πλοίο]] στη [[στεριά]], ἀπὸ [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.· ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους [[ἀπόβασις]], [[αποβίβαση]] των δυνάμεων του ναυτικού [[εναντίον]] του εχθρού, στον ίδ.· απόλ., <i>ποιεῖσθαι ἀπόβασιν</i>, αποβιβάζομαι από το [[πλοίο]], προσεδαφίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσεδάφιση]], [[τόπος]] προσεδάφισης· οὐκ [[ἔχει]] ἀπόβασιν, δεν είναι δυνατόν να γίνει [[αποβίβαση]], ή δεν υπάρχει κατάλληλο [[σημείο]] προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδός]] διαφυγής ή [[διέξοδος]], [[δραπέτευση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπόβᾰσις:''' -εως, ἡ ([[ἀποβαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποβίβαση]], [[έξοδος]] από το [[πλοίο]] στη [[στεριά]], ἀπὸ [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.· ἡ ναυτικὴ ἐπ' ἄλλους [[ἀπόβασις]], [[αποβίβαση]] των δυνάμεων του ναυτικού [[εναντίον]] του εχθρού, στον ίδ.· απόλ., <i>ποιεῖσθαι ἀπόβασιν</i>, αποβιβάζομαι από το [[πλοίο]], προσεδαφίζομαι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[προσεδάφιση]], [[τόπος]] προσεδάφισης· οὐκ [[ἔχει]] ἀπόβασιν, δεν είναι δυνατόν να γίνει [[αποβίβαση]], ή δεν υπάρχει κατάλληλο [[σημείο]] προσεδάφισης, στον ίδ.· πληθ., στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[οδός]] διαφυγής ή [[διέξοδος]], [[δραπέτευση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόβᾰσις:''' εως ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> высадка, выгрузка (τῆς γῆς и ἐς γῆν Thuc.; τῆς χώρας Plut.; ἀπὸ τῶν ωεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα Thuc.): ᾖ ἀποβάσεις [[ἦσαν]] Thuc. там, где можно было высадиться; ἡ ναυτικὴ ἐπί τινα ἀ. Thuc. морской десант против кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> выход, исход (οὐκ ἄχειν ἀπόβασιν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> нижняя часть, основание (sc. τῆς κλίμακος Polyb.);<br /><b class="num">4)</b> отход, отступление Plut.;<br /><b class="num">5)</b> последствие, результат Luc. | |||
}} | }} |