ἀντιφορτίζω: Difference between revisions

1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιφορτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φορτώνω]] το [[πλοίο]] με [[εμπόρευμα]] που αγόρασα με χρήματα αποκτημένα από την [[πώληση]] άλλου φορτίου<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[εισάγω]] εμπορεύματα [[αντί]] των εξαγόμενων.
|mltxt=[[ἀντιφορτίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φορτώνω]] το [[πλοίο]] με [[εμπόρευμα]] που αγόρασα με χρήματα αποκτημένα από την [[πώληση]] άλλου φορτίου<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[εισάγω]] εμπορεύματα [[αντί]] των εξαγόμενων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφορτίζω:''' тж. med. брать обратным грузом, ввозить взамен (τι Xen., Arst., Dem.): τὰ ἀντιφορτισθέντα (χρήματα) Dem. ввозимые (импортные) товары.
}}
}}