ἀπέρρω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπέρρω:''' μέλ. <i>-ερρήσω</i>, [[απέρχομαι]], [[φεύγω]], «τσακίζομαι», σε Ευρ.· <i>ἄπερρε</i>, [[φύγε]]! ξεκουμπίσου!, Λατ. in malam rem, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπέρρω:''' μέλ. <i>-ερρήσω</i>, [[απέρχομαι]], [[φεύγω]], «τσακίζομαι», σε Ευρ.· <i>ἄπερρε</i>, [[φύγε]]! ξεκουμπίσου!, Λατ. in malam rem, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπέρρω:''' уходить (ἀπέρρων δ᾽ [[ἔνθεν]] ἦλθες [[ἐνθάδε]] Eur.): ἄπερρε! Arph. убирайся прочь!
}}
}}