ἀπομισθόω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπομισθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εκμισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[κάτι]] απαιτώντας [[μίσθωμα]], σε Θουκ.· με απαρ., [[ἀπομισθόω]] ποιεῖν τι, [[μισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[εργολαβία]] για την [[εκτέλεση]] ενός έργου, σε Νόμ. [[παρά]] Δημ.
|lsmtext='''ἀπομισθόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[εκμισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[κάτι]] απαιτώντας [[μίσθωμα]], σε Θουκ.· με απαρ., [[ἀπομισθόω]] ποιεῖν τι, [[μισθώνω]], [[παραχωρώ]] [[εργολαβία]] για την [[εκτέλεση]] ενός έργου, σε Νόμ. [[παρά]] Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπομισθόω:''' <b class="num">1)</b> разрешать за плату (ποιεῖν τι Dem.);<br /><b class="num">2)</b> сдавать в наем, отдавать в аренду (γῆν Thuc.; [[χωρίον]] τινί Lys.; ирон. τὰ [[ὦτα]] Plat.).
}}
}}