ἀπάτητος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάτητος:''' -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, [[απάτητος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀπάτητος:''' -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, [[απάτητος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπάτητος:''' (πᾰ) нехоженый, неприступный ([[ὄρος]] Anth.).
}}
}}