ἀπόκρυφος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκρῠφος:''' -ον ([[ἀποκρύπτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που τηρείται [[κρυφός]], συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· <i>ἐν ἀποκρύφῳ</i>, στα [[κρυφά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κρατείται στην [[αφάνεια]], για κάποιον, [[άγνωστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ασαφής]], συγκεχυμένος, [[σκοτεινός]], [[δύσληπτος]], στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπόκρῠφος:''' -ον ([[ἀποκρύπτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που τηρείται [[κρυφός]], συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· <i>ἐν ἀποκρύφῳ</i>, στα [[κρυφά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κρατείται στην [[αφάνεια]], για κάποιον, [[άγνωστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ασαφής]], συγκεχυμένος, [[σκοτεινός]], [[δύσληπτος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκρῠφος:''' скрытый, сокровенный, тайный: ἐν ἀποκρυφῳ Her. втайне, скрыто; ἀπόκρυφον [[δέμας]] [[κρύψαι]] Eur. скрыться, спрятаться: ἀπόκρυφόν τινος Xen. втайне от кого-л.; οὐδὲν ἀπόκρυφον Xen. совершенно очевидно.
}}
}}