ἀρτιθαλής: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτιθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που [[μόλις]] άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀρτιθᾰλής:''' -ές ([[θάλλω]]), αυτός που [[μόλις]] άνθισε ή βλάστησε, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτιθᾰλής:''' недавно расцветший, т. е. свежий ([[στέφανος]] Anth.).
}}
}}