ἀρτίδακρυς: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που [[μόλις]] δάκρυσε, [[έτοιμος]] να δακρύσει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀρτίδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που [[μόλις]] δάκρυσε, [[έτοιμος]] να δακρύσει, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτίδακρυς:''' 2, gen. υος только что плакавший или готовый заплакать Eur., Luc.
}}
}}