3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄσμενος:''' -η, -ον ([[ἥδομαι]], μτχ. παρακ. <i>ἡσμένος</i>)· [[πολύ]] [[ευχαριστημένος]], [[χαρούμενος]], πάντα με [[ρήμα]], <i>φύγενἄσμενος</i>, διέφυγε ευχάριστα ή ήταν [[χαρούμενος]] που είχε διαφύγει, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη</i>, πόσο χαρούμενο θα με έκανε! σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσμένῳ δέσοι νὺξ ἀποκρύψει [[φάος]], θα [[χαρείς]] όταν η [[νύχτα]] αποκρύψει το φως, σε Αισχύλ.· επίρρ., [[ἀσμένως]], [[μετά]] χαράς, ευχάριστα, [[πρόθυμα]], στον ίδ., Ευρ.· υπερθ., [[ἀσμεναίτατα]], <i>-έστατα</i>, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἄσμενος:''' -η, -ον ([[ἥδομαι]], μτχ. παρακ. <i>ἡσμένος</i>)· [[πολύ]] [[ευχαριστημένος]], [[χαρούμενος]], πάντα με [[ρήμα]], <i>φύγενἄσμενος</i>, διέφυγε ευχάριστα ή ήταν [[χαρούμενος]] που είχε διαφύγει, σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη</i>, πόσο χαρούμενο θα με έκανε! σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσμένῳ δέσοι νὺξ ἀποκρύψει [[φάος]], θα [[χαρείς]] όταν η [[νύχτα]] αποκρύψει το φως, σε Αισχύλ.· επίρρ., [[ἀσμένως]], [[μετά]] χαράς, ευχάριστα, [[πρόθυμα]], στον ίδ., Ευρ.· υπερθ., [[ἀσμεναίτατα]], <i>-έστατα</i>, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσμενος:''' радостный, довольный Pind., Aesch., Soph., Arph., Plat., Plut.: φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο Hom. он рад, что спасся от смерти; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη Hom. мне было бы приятно; ἀσμένοισι [[ἡμέρα]] ἐπέλαμψε Her. они обрадовались, когда рассвело; ἄρχειν ἄ. αἱρεθείς Thuc. счастливый тем, что его избрали командующим; [[ἐκάθευδον]] ἄ. Lys. я сладко уснул. | |||
}} | }} |