3,273,797
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχικός:''' -ή, -όν ([[ἀρχή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[αρχή]], [[εξουσία]], [[βασιλικός]], σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κατάλληλος]] για να κυβερνήσει, [[επιδέξιος]] στη [[διακυβέρνηση]] ή στη [[διοίκηση]], σε Ξεν., Πλάτ.· με γεν., αυτός που μπορεί να κυβερνήσει, σε Αριστ. | |lsmtext='''ἀρχικός:''' -ή, -όν ([[ἀρχή]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε [[αρχή]], [[εξουσία]], [[βασιλικός]], σε Αισχύλ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[κατάλληλος]] για να κυβερνήσει, [[επιδέξιος]] στη [[διακυβέρνηση]] ή στη [[διοίκηση]], σε Ξεν., Πλάτ.· με γεν., αυτός που μπορεί να κυβερνήσει, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχικός:''' <b class="num">1)</b> царственный ([[πυθμήν]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> царствующий, правящий ([[γένος]] Thuc., Plat.): [[ἄνθρωπος]] ἀ. Xen. государственный деятель;<br /><b class="num">3)</b> умеющий управлять ([[ἀνήρ]] Plat., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> высший, главный, руководящий (τινος Plat., Arst.; ἡ ἀρχικωτάτη [[ἐπιστήμη]] Arst.; δυνάμεις Plut.);<br /><b class="num">5)</b> властолюбивый (ἀρχικώτατα τῶν γενῶν Isocr.). | |||
}} | }} |