3,273,800
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτολμος:''' -ον ([[τόλμα]]), αυτός που δεν τολμά [[τίποτα]], ο στερούμενος τόλμης, [[άτολμος]], [[δειλός]], σε Αριστοφ., Θουκ.· λέγεται για γυναίκες, αυτή που δεν τολμά, επιφυλακτική, υποχωρητική, σε Αισχύλ.· με απαρ., δεν έχει την [[τόλμη]] να κάνει ένα [[πράγμα]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἄτολμος:''' -ον ([[τόλμα]]), αυτός που δεν τολμά [[τίποτα]], ο στερούμενος τόλμης, [[άτολμος]], [[δειλός]], σε Αριστοφ., Θουκ.· λέγεται για γυναίκες, αυτή που δεν τολμά, επιφυλακτική, υποχωρητική, σε Αισχύλ.· με απαρ., δεν έχει την [[τόλμη]] να κάνει ένα [[πράγμα]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτολμος:''' несмелый, робкий, нерешительный (Pind., Thuc.; ἄ. καὶ [[μαλακός]] Dem.): ἄ. εἰμι Aesch. я не смею; ἄ. πρός τι Plut. не отваживающийся на что-л. | |||
}} | }} |