αὐτόμορφος: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[αὐτόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[μορφή]], που δεν μοιάζει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πήρε [[μόνος]] του [[μορφή]], [[φυσικός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[αὐτόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει δική του [[μορφή]], που δεν μοιάζει με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που πήρε [[μόνος]] του [[μορφή]], [[φυσικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόμορφος:''' природный, естественный (τυκίσματα Eur. - v. l. τειχίσματα).
}}
}}