3,274,216
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὐτεξούσιος:''' -ον ([[ἐξουσία]]), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· <i>τὸ αὐτεξούσιον</i>, ελεύθερη [[δύναμη]], [[ίδια]] [[εξουσία]], σε Βάβρ. | |lsmtext='''αὐτεξούσιος:''' -ον ([[ἐξουσία]]), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· <i>τὸ αὐτεξούσιον</i>, ελεύθερη [[δύναμη]], [[ίδια]] [[εξουσία]], σε Βάβρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὐτεξούσιος:''' получивший полную свободу ([[αἰχμάλωτος]] Diod.). | |||
}} | }} |