αὐτεξούσιος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτεξούσιος:''' -ον ([[ἐξουσία]]), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· <i>τὸ αὐτεξούσιον</i>, ελεύθερη [[δύναμη]], [[ίδια]] [[εξουσία]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''αὐτεξούσιος:''' -ον ([[ἐξουσία]]), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· <i>τὸ αὐτεξούσιον</i>, ελεύθερη [[δύναμη]], [[ίδια]] [[εξουσία]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτεξούσιος:''' получивший полную свободу ([[αἰχμάλωτος]] Diod.).
}}
}}