αὔριον: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὔριον:''' επίρρ. (συγγενές προς το [[ἠώς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αύριο]], Λατ. [[cras]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς [[αὔριον]], στην επόμενη [[μέρα]] ή κατά τη [[διάρκεια]] του πρωινού, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η επόμενη [[μέρα]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἡ [[αὔριον]] (ενν. [[ἡμέρα]]), η αυριανή [[μέρα]], σε Ευρ.· ἡ [[αὔριον]] [[ἡμέρα]], σε Ξεν.· ἡ ἐς [[αὔριον]] [[ἡμέρα]], σε Σοφ.· ὁ [[αὔριον]] [[χρόνος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αὔριον:''' επίρρ. (συγγενές προς το [[ἠώς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αύριο]], Λατ. [[cras]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐς [[αὔριον]], στην επόμενη [[μέρα]] ή κατά τη [[διάρκεια]] του πρωινού, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., η επόμενη [[μέρα]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἡ [[αὔριον]] (ενν. [[ἡμέρα]]), η αυριανή [[μέρα]], σε Ευρ.· ἡ [[αὔριον]] [[ἡμέρα]], σε Ξεν.· ἡ ἐς [[αὔριον]] [[ἡμέρα]], σε Σοφ.· ὁ [[αὔριον]] [[χρόνος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὔριον:''' <b class="num">I</b> adv. завтра (αὔ. [[τηνικάδε]] Plat.): ἐς αὔ. Hom. и εἰς τὴν αὔ. Plat., Polyb. на завтра или до завтра; ἡ αὔ. ([[ἡμέρα]]) Soph., Eur., Lys., Xen. завтрашний день.<br /><b class="num">II</b> τό Theocr. = ἡ [[αὔριον]] [[ἡμέρα]].
}}
}}