αὐτονομέομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτονομέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., ζω με τους δικούς μου νόμους, είμαι [[ανεξάρτητος]], σε Θουκ., Δημ.
|lsmtext='''αὐτονομέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ., ζω με τους δικούς μου νόμους, είμαι [[ανεξάρτητος]], σε Θουκ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτονομέομαι:''' жить по собственным законам, быть независимым Thuc., Dem., Plut.
}}
}}