ἀφάπτω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[δένω]] από [[κάτι]] ή πάνω σε [[κάτι]], ἅμματα [[ἀφάπτω]], [[δένω]] κόμπους πάνω σε [[σκοινί]], σε Ηρόδ. — Παθ., κρεμιέμαι, εξαρτώμαι, μτχ. παρακ. <i>ἀπάμμενος</i> (Ιων. αντί <i>ἀφημμένος</i>), σε Ηρόδ.· <i>ἀφημμένος ἐκ τινος</i>, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀφάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[δένω]] από [[κάτι]] ή πάνω σε [[κάτι]], ἅμματα [[ἀφάπτω]], [[δένω]] κόμπους πάνω σε [[σκοινί]], σε Ηρόδ. — Παθ., κρεμιέμαι, εξαρτώμαι, μτχ. παρακ. <i>ἀπάμμενος</i> (Ιων. αντί <i>ἀφημμένος</i>), σε Ηρόδ.· <i>ἀφημμένος ἐκ τινος</i>, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφάπτω:''' завязывать (ἅμματα ἐν ἱμάντι Her.); pass. быть привязанным, подвешенным (ἀφημμένος ἔκ τινος Theocr. и βρόχοις Plut.); свешиваться (τῶν ἀσκῶν ποδεῶνες ἀπαμμένοι Her.).
}}
}}