3,240,921
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[δένω]] από [[κάτι]] ή πάνω σε [[κάτι]], ἅμματα [[ἀφάπτω]], [[δένω]] κόμπους πάνω σε [[σκοινί]], σε Ηρόδ. — Παθ., κρεμιέμαι, εξαρτώμαι, μτχ. παρακ. <i>ἀπάμμενος</i> (Ιων. αντί <i>ἀφημμένος</i>), σε Ηρόδ.· <i>ἀφημμένος ἐκ τινος</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''ἀφάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[δένω]] από [[κάτι]] ή πάνω σε [[κάτι]], ἅμματα [[ἀφάπτω]], [[δένω]] κόμπους πάνω σε [[σκοινί]], σε Ηρόδ. — Παθ., κρεμιέμαι, εξαρτώμαι, μτχ. παρακ. <i>ἀπάμμενος</i> (Ιων. αντί <i>ἀφημμένος</i>), σε Ηρόδ.· <i>ἀφημμένος ἐκ τινος</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφάπτω:''' завязывать (ἅμματα ἐν ἱμάντι Her.); pass. быть привязанным, подвешенным (ἀφημμένος ἔκ τινος Theocr. и βρόχοις Plut.); свешиваться (τῶν ἀσκῶν ποδεῶνες ἀπαμμένοι Her.). | |||
}} | }} |