ἀφροδισιακός: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀφροδισιακός]], -ή, -όν) [[αφροδίσιος]]<br /><b>1.</b> (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) [[διεγερτικός]], αυτός που προκαλεί γενετήσια [[επιθυμία]] και υποβοηθεί την [[εκτέλεση]] της σεξουαλικής πράξης<br /><b>2.</b> «[[ἀφροδισιακός]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην [[αρχαιότητα]] ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀφροδισιακός]], -ή, -όν) [[αφροδίσιος]]<br /><b>1.</b> (για διάφορες ουσίες και φάρμακα) [[διεγερτικός]], αυτός που προκαλεί γενετήσια [[επιθυμία]] και υποβοηθεί την [[εκτέλεση]] της σεξουαλικής πράξης<br /><b>2.</b> «[[ἀφροδισιακός]] [[λίθος]]» — [[είδος]] πολύτιμου λίθου για τον οποίο πίστευαν στην [[αρχαιότητα]] ότι έχει διεγερτικές ιδιότητες.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφροδῑσιᾰκός:''' любовный ([[ἡδονή]] Diod.).
}}
}}