ἀχθοφόρος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που σηκώνει φορτία, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀχθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που σηκώνει φορτία, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχθοφόρος:''' таскающий тяжести, вьючный (κτήνεα Her.).
}}
}}