3,274,919
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀψόφητος:''' -ον ([[ψοφέω]]), [[αθόρυβος]]· με γεν., [[ἀψόφητος]] κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀψόφητος:''' -ον ([[ψοφέω]]), [[αθόρυβος]]· με γεν., [[ἀψόφητος]] κωκυμάτων, αυτός που δεν βγάζει θρηνώδη ήχο, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀψόφητος:''' бесшумный, беззвучный: ἀ. ὀξέων κωκυμάτων Soph. без громких воплей. | |||
}} | }} |