3,277,121
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βαρβᾰρόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], σε Ευρ.· <i>βεβαρβαρωμένος</i>, αυτός που έχει βαρβαρική ή ξενική [[προφορά]], σε Σοφ. | |lsmtext='''βαρβᾰρόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], σε Ευρ.· <i>βεβαρβαρωμένος</i>, αυτός που έχει βαρβαρική ή ξενική [[προφορά]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρβᾰρόομαι:''' <b class="num">1)</b> уподобляться варварам: βεβαρβάρωσαι [[χρόνιος]] ὢν ἐν βαρβάροις Eur. прожив долго среди варваров, ты сам стал варваром;<br /><b class="num">2)</b> становиться непонятным ([[οἶστρος]] κακὸς καὶ βεβαρβαρωμένος Soph.). | |||
}} | }} |