βαρβαρόομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βαρβᾰρόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], σε Ευρ.· <i>βεβαρβαρωμένος</i>, αυτός που έχει βαρβαρική ή ξενική [[προφορά]], σε Σοφ.
|lsmtext='''βαρβᾰρόομαι:''' Παθ., [[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], σε Ευρ.· <i>βεβαρβαρωμένος</i>, αυτός που έχει βαρβαρική ή ξενική [[προφορά]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρβᾰρόομαι:''' <b class="num">1)</b> уподобляться варварам: βεβαρβάρωσαι [[χρόνιος]] ὢν ἐν βαρβάροις Eur. прожив долго среди варваров, ты сам стал варваром;<br /><b class="num">2)</b> становиться непонятным ([[οἶστρος]] κακὸς καὶ βεβαρβαρωμένος Soph.).
}}
}}