ἀφικνέομαι: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφικνέομαι:''' Ιων. ἀπ-· μέλ. [[ἀφίξομαι]], Ιων. βʹ ενικ. <i>ἀπίξεαι</i>· παρακ. [[ἀφῖγμαι]], Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. [[ἀπίκατο]]· αόρ. βʹ <i>ἀφῑκόμην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· Ιων. γʹ πληθ. [[ἀπικέατο]]·<br /><b class="num">1.</b> [[έρχομαι]] από ένα [[μέρος]] σ' ένα [[άλλο]], [[φτάνω]] σε, [[φτάνω]]· με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· ἡ [[ἀφικνέομαι]] ἐς..., [[ἐπί]]..., κατά..., [[πρός]]..., στον ίδ., Αττ.· (στον πεζό λόγο ή [[πρόθεση]] [[σπανίως]] παραλείπεται)· απόλ., [[φτάνω]], σε Ομήρ. Οδ.· ο Όμηρ. τοποθετεί το [[πρόσωπο]] στο οποίο αφικνείται [[κάποιος]] σε αιτ., <i>[[μνηστήρας]] ἀφικνέεται</i>, ήρθε σ' αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[φτάνω]] στη [[ρίψη]] (του δίσκου), στο ίδ.· [[ἀφικνέομαι]] ἐπὶ ή <i>εἰς πάντα</i>, [[δοκιμάζω]] όλα τα μέσα, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταντώ]] σε κάποια [[κατάσταση]], [[ἀπικνέομαι]] ἐς [[πᾶν]] κακὸν ή <i>κακοῦ</i>, <i>ἐς ἀπορίην</i> κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἀπικνέομαί τινι ἐς λόγους</i>, [[συνομιλώ]] με κάποιον, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>ἐς ἔριν</i>, <i>ἐς ἔχθεα ἀφικνέομαί τινι</i>, στον ίδ.· <i>διὰ μάχης δι' ἔχθρας ἀπικνέομαί τινι</i>, [[έρχομαι]] σε [[μάχη]] ή σε [[εχθρότητα]] με κάποιον, στον ίδ.· <i>διὰ λόγων τινί</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> ἐς [[τόξευμα]] [[ἀφικνέομαι]], [[φτάνω]] σε [[απόσταση]] βολής, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀφικνέομαι:''' Ιων. ἀπ-· μέλ. [[ἀφίξομαι]], Ιων. βʹ ενικ. <i>ἀπίξεαι</i>· παρακ. [[ἀφῖγμαι]], Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. [[ἀπίκατο]]· αόρ. βʹ <i>ἀφῑκόμην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· Ιων. γʹ πληθ. [[ἀπικέατο]]·<br /><b class="num">1.</b> [[έρχομαι]] από ένα [[μέρος]] σ' ένα [[άλλο]], [[φτάνω]] σε, [[φτάνω]]· με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· ἡ [[ἀφικνέομαι]] ἐς..., [[ἐπί]]..., κατά..., [[πρός]]..., στον ίδ., Αττ.· (στον πεζό λόγο ή [[πρόθεση]] [[σπανίως]] παραλείπεται)· απόλ., [[φτάνω]], σε Ομήρ. Οδ.· ο Όμηρ. τοποθετεί το [[πρόσωπο]] στο οποίο αφικνείται [[κάποιος]] σε αιτ., <i>[[μνηστήρας]] ἀφικνέεται</i>, ήρθε σ' αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, [[φτάνω]] στη [[ρίψη]] (του δίσκου), στο ίδ.· [[ἀφικνέομαι]] ἐπὶ ή <i>εἰς πάντα</i>, [[δοκιμάζω]] όλα τα μέσα, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταντώ]] σε κάποια [[κατάσταση]], [[ἀπικνέομαι]] ἐς [[πᾶν]] κακὸν ή <i>κακοῦ</i>, <i>ἐς ἀπορίην</i> κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἀπικνέομαί τινι ἐς λόγους</i>, [[συνομιλώ]] με κάποιον, σε Ηρόδ.· ομοίως, <i>ἐς ἔριν</i>, <i>ἐς ἔχθεα ἀφικνέομαί τινι</i>, στον ίδ.· <i>διὰ μάχης δι' ἔχθρας ἀπικνέομαί τινι</i>, [[έρχομαι]] σε [[μάχη]] ή σε [[εχθρότητα]] με κάποιον, στον ίδ.· <i>διὰ λόγων τινί</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> ἐς [[τόξευμα]] [[ἀφικνέομαι]], [[φτάνω]] σε [[απόσταση]] βολής, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφικνέομαι:''' ион. [[ἀπικνέομαι]]<br /><b class="num">1)</b> приходить, прибывать ([[νῆας]] Hom.; δόμους Pind.; [[ἄστυ]] Aesch.; (ἐς) κλισίην, ἐπὶ κρουνούς, [[ποτὶ]] δώματα, κατὰ στρατόν, γαῖαν ὑπὸ στυγερήν Hom.; ἐπὶ τῶν νήσων Xen.);<br /><b class="num">2)</b> доходить, достигать, попадать (εἰς ἀπορίαν Plat.; ἐς [[τοῦτο]] δυστυχίας Thuc.): εἰς τὸ [[ἴσον]] τινὶ ἀ. Xen. сравняться с кем-л.; ἐς [[ὀλίγον]] ἀφίκετο τὸ [[στράτευμα]] νικηθῆναι Thuc. войско чуть не было разбито; ἐς πᾶσαν βάσανον ἀ. Her. подвергаться всяческим пыткам;<br /><b class="num">3)</b> вступать (διὰ μάχης и ἐς λόγους τινί Her.): ἑαυτῷ διὰ λόγων ἀ. Eur. рассуждать с самим собой; ἀ. τινι ἐς [[ἔχθος]] Her. и δι᾽ ἔχθρας Eur. вступать во враждебные отношения, начать враждовать с кем-л.;<br /><b class="num">4)</b> постигать ([[ἄλγος]] ἀφίκετό τινα Hom.);<br /><b class="num">5)</b> возвращаться (εἰς πατρίδα γαῖαν Hom.): διὰ χρόνου ἀφιγμένος Plat. вернувшись после долгого отсутствия.
}}
}}