βαρυπένθητος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρῠπένθητος:''' -ον ([[πενθέω]]), αυτός που πενθεί [[βαριά]], υπερβολικά, σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰρῠπένθητος:''' -ον ([[πενθέω]]), αυτός που πενθεί [[βαριά]], υπερβολικά, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρυπένθητος:''' глубоко опечаленный тяжело скорбящий (κόραι Anth.).
}}
}}