βλήχων: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλήχων:''' ἡ, γεν. <i>-ωνος</i> ή [[βληχώ]], γεν. <i>-οῦς</i>, Ιων. [[γλήχων]], Δωρ. [[γλάχων]] και -ώ, είδος φυτού, «το [[φλισκούνι]]», Λατ. [[mentha]] [[pulegium]], σε Αριστοφ., Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''βλήχων:''' ἡ, γεν. <i>-ωνος</i> ή [[βληχώ]], γεν. <i>-οῦς</i>, Ιων. [[γλήχων]], Δωρ. [[γλάχων]] και -ώ, είδος φυτού, «το [[φλισκούνι]]», Λατ. [[mentha]] [[pulegium]], σε Αριστοφ., Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''βλήχων:''' ωνος ἡ ион. = [[γλήχων]].
}}
}}