βλύζω: Difference between revisions

438 bytes added ,  31 December 2018
1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βλύζω:''' μέλ. βλύσω [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἔβλῠσα</i>, ποιητ. ευκτ. <i>βλύσσειε</i>, [[αφρίζω]], [[κοχλάζω]], [[παφλάζω]] ή ρέω ορμητικά, εκτινάσσομαι προς τα [[μπρος]]· με δοτ.· [[βλύζω]] Λυαίῳ, με [[κρασί]], σε Ανθ.
|lsmtext='''βλύζω:''' μέλ. βλύσω [ῠ], αόρ. αʹ <i>ἔβλῠσα</i>, ποιητ. ευκτ. <i>βλύσσειε</i>, [[αφρίζω]], [[κοχλάζω]], [[παφλάζω]] ή ρέω ορμητικά, εκτινάσσομαι προς τα [[μπρος]]· με δοτ.· [[βλύζω]] Λυαίῳ, με [[κρασί]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βλύζω:''' [[βλύσσω]] и [[βλύω]] (атт. Plat. v. l. βλύττω) (aor. ἔβλυσα)<br /><b class="num">1)</b> бить ключом, обильно литься ([[μέλι]] βλύττει Plat. - v. l. βλίττεται; [[μέθυ]] βλύζων Anth.);<br /><b class="num">2)</b> клокотать, пениться ([[ἵνα]] μοι [[κύλιξ]] βλύσσειε λυαίῳ Anth.).
}}
}}