βόμβυξ: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[βόμβυξ]], -υκος)<br />ο [[μεταξοσκώληκας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μετάξι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> οσμ. τουρκ. <i>ambuk</i> «[[βαμβάκι]]». Παράλληλα [[προς]] αυτό υπάρχει ο μσν. τ. <i>πάμβαξ</i> <span style="color: red;"><</span> περσ. <i>ambak</i>, από το οποίο προήλθε αφομοιωτικά και το [[βαμβάκι]] (<i>ον</i>) ].———————— <b>(II)</b><br />[[βόμβυξ]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αυλού με χαμηλές νότες<br /><b>2.</b> το [[λαρύγγι]] των πτηνών<br /><b>3.</b> [[είδος]] στάμνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βόμβυξ]] (ΙΙ) σχηματίστηκε με [[βάση]] τη λ. [[βόμβος]] και το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υκ</i>-].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (AM [[βόμβυξ]], -υκος)<br />ο [[μεταξοσκώληκας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μετάξι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως<br /><b>[[πρβλ]].</b> οσμ. τουρκ. <i>ambuk</i> «[[βαμβάκι]]». Παράλληλα [[προς]] αυτό υπάρχει ο μσν. τ. <i>πάμβαξ</i> <span style="color: red;"><</span> περσ. <i>ambak</i>, από το οποίο προήλθε αφομοιωτικά και το [[βαμβάκι]] (<i>ον</i>) ].———————— <b>(II)</b><br />[[βόμβυξ]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] αυλού με χαμηλές νότες<br /><b>2.</b> το [[λαρύγγι]] των πτηνών<br /><b>3.</b> [[είδος]] στάμνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βόμβυξ]] (ΙΙ) σχηματίστηκε με [[βάση]] τη λ. [[βόμβος]] και το εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>υκ</i>-].
}}
{{elru
|elrutext='''βόμβυξ:''' ῡκος ὁ<br /><b class="num">1)</b> зоол. шелкопряд Arst.;<br /><b class="num">2)</b> гусеница шелкопряда Arst.;<br /><b class="num">3)</b> свирель низкого тона Aesch., Plut.;<br /><b class="num">4)</b> низкое гудение, басовые ноты (ἐν αὐλοῖς Arst.);<br /><b class="num">5)</b> (у птиц) трахея Arst.
}}
}}