βεβουλευμένως: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
|lsmtext='''βεβουλευμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του <i>[[βουλεύομαι]]</i>, σκόπιμα, προμελετημένα, εσκεμμένα, εκ προθέσεως, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''βεβουλευμένως:''' обдуманно, преднамеренно Dem.
}}
}}