βαρύμισθος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύμισθος:''' -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ.
|lsmtext='''βᾰρύμισθος:''' -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύμισθος:''' требующий высокой оплаты Anth.
}}
}}