3,277,055
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γαυριάω:''' [[κυρίως]] στον Ενεργ. και Μέσ. ενεστ.· [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]], επαίρομαι· λέγεται για άλογα, σε Πλούτ.· και στη Μέσ., σε Ξεν.· μεταφ., [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]], με δοτ., σε Δημ.· <i>ἐπὶ σφίσι γαυριόωντες</i>, σε Θεόκρ. | |lsmtext='''γαυριάω:''' [[κυρίως]] στον Ενεργ. και Μέσ. ενεστ.· [[υπερηφανεύομαι]], [[καμαρώνω]], επαίρομαι· λέγεται για άλογα, σε Πλούτ.· και στη Μέσ., σε Ξεν.· μεταφ., [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]], με δοτ., σε Δημ.· <i>ἐπὶ σφίσι γαυριόωντες</i>, σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γαυριάω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> гордиться, хвалиться, кичиться (τινι Dem. и ἐπί τινι Theocr., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (о лошади) горделиво выступать или нетерпеливо пританцовывать Xen., Plut. | |||
}} | }} |