γενναῖος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γενναῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[γέννα]]), αυτός που αρμόζει στη [[γενιά]] ή στην [[καταγωγή]] κάποιου· <i>οὔ μοι γενναῖον</i>, αυτό δεν ταιριάζει στην αρχοντική [[καταγωγή]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει υψηλή [[καταγωγή]], [[ευγενής]] εκ γενετής, Λατ. [[generosus]], σε Ηρόδ., Τραγ.· ομοίως, χρησιμοποιείται για τα ζώα, [[καλοθρεμμένος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει ανώτερη [[νόηση]], [[μεγαλόφρων]], σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ γενναῖον = ἡ [[γενναιότης]], σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για [[ενέργεια]], αριστοκρατική, ευγενική, σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για πράγματα, [[εξαίρετα]] στο είδος τους, άριστα, αξιόλογα, σε Ξεν.· επίσης, αυθεντικά, ανόθευτα, έντονα, [[δύη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-ως</i>, αριστοκρατικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οτέρως</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''γενναῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[γέννα]]), αυτός που αρμόζει στη [[γενιά]] ή στην [[καταγωγή]] κάποιου· <i>οὔ μοι γενναῖον</i>, αυτό δεν ταιριάζει στην αρχοντική [[καταγωγή]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει υψηλή [[καταγωγή]], [[ευγενής]] εκ γενετής, Λατ. [[generosus]], σε Ηρόδ., Τραγ.· ομοίως, χρησιμοποιείται για τα ζώα, [[καλοθρεμμένος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει ανώτερη [[νόηση]], [[μεγαλόφρων]], σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ γενναῖον = ἡ [[γενναιότης]], σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για [[ενέργεια]], αριστοκρατική, ευγενική, σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για πράγματα, [[εξαίρετα]] στο είδος τους, άριστα, αξιόλογα, σε Ξεν.· επίσης, αυθεντικά, ανόθευτα, έντονα, [[δύη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-ως</i>, αριστοκρατικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οτέρως</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γενναῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> врожденный, прирожденный: οὔ μοι γενναῖόν (ἐστιν) Hom. не в моем характере;<br /><b class="num">2)</b> свободнорожденный, принадлежащий к свободному сословию (τέκνα Her.);<br /><b class="num">3)</b> принадлежащий к знатному роду, родовитый (γονῇ Soph.; γ. τις ἑπτὰ πάππους πλουσίους ἔχων Plat.);<br /><b class="num">4)</b> благородный, породистый ([[σκύλαξ]] Xen., Plat.; ζῷα Arst.);<br /><b class="num">5)</b> благородный, нравственно чистый ([[ἀνήρ]], [[πρᾶγμα]] Plat.; [[ἔπος]] Soph.; [[ψυχά]] Eur.; [[ἁπλοῦς]] τῷ ἤθει καὶ γ. Arst.): ὦ γενναῖε! (в обращении) Soph., Plat. почтеннейший мой!; γ. εἶ ирон. Arph. нет уж, благодарю покорно;<br /><b class="num">6)</b> превосходный, замечательный, отличный ([[σταφυλή]], σῦκα Plat.; [[χώρα]] Polyb.);<br /><b class="num">7)</b> огромный, внушительный ([[δύη]] Soph.; [[πώγων]] Plat.): πολλὰ [[γενναῖα]] ἐποί ησεν ὁ [[ἄνεμος]] Xen. немалых дел натворил ветер.
}}
}}