βραχυκατάληκτος: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[βραχυκατάληκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[λέξη]]) αυτή που λήγει σε βραχεία [[συλλαβή]]<br />(αρχ. -μσν.) (για [[μέτρο]] ή στίχο) αυτός που [[είναι]] [[ελλιπής]] [[κατά]] τον τελευταίο [[πόδα]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[βραχυκατάληκτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[λέξη]]) αυτή που λήγει σε βραχεία [[συλλαβή]]<br />(αρχ. -μσν.) (για [[μέτρο]] ή στίχο) αυτός που [[είναι]] [[ελλιπής]] [[κατά]] τον τελευταίο [[πόδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχυκατάληκτος:''' стих.<br /><b class="num">1)</b> оканчивающийся коротким слогом;<br /><b class="num">2)</b> меньший на одну стопу, усеченный ([[μέτρον]]).
}}
}}