γεμίζω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γεμίζω:''' ([[γέμω]]), μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] με..., [[φορτώνω]] ή [[εξοπλίζω]] με..., λέγεται [[κυρίως]] για το φορτίο ενός πλοίου· με γεν., σε Θουκ. κ.λπ.· σποδοῦ [[γεμίζω]] [[λέβητας]], [[γεμίζω]] τις τεφροδόχους με στάχτες, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι φορτωμένος ή [[γεμάτος]] με..., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταγεν. στην Παθ., με αιτ., [[οἶνον]] γεμισθείς, σε Ανθ.
|lsmtext='''γεμίζω:''' ([[γέμω]]), μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[γεμίζω]] με..., [[φορτώνω]] ή [[εξοπλίζω]] με..., λέγεται [[κυρίως]] για το φορτίο ενός πλοίου· με γεν., σε Θουκ. κ.λπ.· σποδοῦ [[γεμίζω]] [[λέβητας]], [[γεμίζω]] τις τεφροδόχους με στάχτες, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι φορτωμένος ή [[γεμάτος]] με..., σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> μεταγεν. στην Παθ., με αιτ., [[οἶνον]] γεμισθείς, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''γεμίζω:''' <b class="num">1)</b> нагружать (ὁλκάδα κληματίδων Thuc.; πλοῖα χρημάτων Xen.; ναῦν ξύλων Dem. и στρατιωτῶν Polyb.; ἡ [[ναῦς]] γεγεμισμένη Dem.): μέλισσαι γεμισθεῖσαι Arst. нагруженные (добычей) пчелы;<br /><b class="num">2)</b> наполнять (λέβητας σποδοῦ Aesch.): γεμισθεὶς [[ποτὶ]] [[σέλμα]] γαστρὸς ἄκρας Eur. наевшийся до отвала; [[οἶνον]] ὑπὸ φρένα γεμισθείς Anth. полный мыслей о вине.
}}
}}