γλίσχρος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γλίσχρος:''' -α, -ον ([[γλίχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κολλώδης]], [[γλοιώδης]], σε Πλάτ.·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προσκολλάται [[στενά]] και επίμονα σε κάποιον, ο [[ενοχλητικός]], σε Αριστοφ.· [[γλίσχρως]] ἐπιθυμεῖν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φειδωλός]], «[[σφιχτός]]», [[ολιγόλογος]], σε Αριστ.· επίρρ., [[γλίσχρως]], σε Πλάτ., Ξεν.· απ' όπου, με [[δυσκολία]], δυσχερώς· [[γλίσχρως]] καὶ [[μόλις]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[μηδαμινός]], [[ανάξιος]] λόγου, [[ευτελής]], [[μικρός]], στον ίδ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''γλίσχρος:''' -α, -ον ([[γλίχομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[κολλώδης]], [[γλοιώδης]], σε Πλάτ.·<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που προσκολλάται [[στενά]] και επίμονα σε κάποιον, ο [[ενοχλητικός]], σε Αριστοφ.· [[γλίσχρως]] ἐπιθυμεῖν, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[φειδωλός]], «[[σφιχτός]]», [[ολιγόλογος]], σε Αριστ.· επίρρ., [[γλίσχρως]], σε Πλάτ., Ξεν.· απ' όπου, με [[δυσκολία]], δυσχερώς· [[γλίσχρως]] καὶ [[μόλις]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[μηδαμινός]], [[ανάξιος]] λόγου, [[ευτελής]], [[μικρός]], στον ίδ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''γλίσχρος:''' <b class="num">1)</b> тягучий, густой ([[ἔλαιον]] Arst.); вязкий, клейкий ([[γλοιός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> мелочной, пустяковый (μικρὰ καὶ γλισχρα προβλήματα Plut.);<br /><b class="num">3)</b> скупой, скаредный (sc. ἄνθρωποι Arst.; περὶ τὰς δωρέας Plut.);<br /><b class="num">4)</b> назойливо просящий, попрошайничающий, клянчащий (γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Arph.; σκύλακες Plut.);<br /><b class="num">5)</b> скудный, бедный, нищенский, жалкий, ([[οἰκοδόμημα]] Dem.; [[δεῖπνον]] Plut.; τέχναι Luc.).
}}
}}