γραΐδιον: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γρᾱΐδιον:''' τό, υποκορ. του [[γραῖα]], [[γριά]] σε προχωρημένη [[ηλικία]], [[γριούλα]], σε Αριστοφ., Ξεν.· συνηρ. [[γρᾴδιον]], σε Αριστ., Δημ.
|lsmtext='''γρᾱΐδιον:''' τό, υποκορ. του [[γραῖα]], [[γριά]] σε προχωρημένη [[ηλικία]], [[γριούλα]], σε Αριστοφ., Ξεν.· συνηρ. [[γρᾴδιον]], σε Αριστ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''γρᾱΐδιον:''' стяж. [[γρᾴδιον]] τό старушка, старушонка Arph., Xen., Dem.
}}
}}