3,274,915
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γνωτός:''' -ή, -όν, παλαιότερος [[τύπος]] του [[γνωστός]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]], [[διακριτός]], σε Όμηρ.· γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πασίγνωστος]], [[επιφανής]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· [[συγγενής]], αδερφός· <i>γνωτοί τε γνωταί τε</i>, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''γνωτός:''' -ή, -όν, παλαιότερος [[τύπος]] του [[γνωστός]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]], [[διακριτός]], σε Όμηρ.· γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πασίγνωστος]], [[επιφανής]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· [[συγγενής]], αδερφός· <i>γνωτοί τε γνωταί τε</i>, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γνωτός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[γίγνομαι]] близкий родственник, преимущ. брат (γνωτοί τε γνωταί τε Hom.).<br />и 2 [[γιγνώσκω]] известный, очевидный γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι Soph. хорошо известные мне вещи. | |||
}} | }} |