γνωτός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γνωτός:''' -ή, -όν, παλαιότερος [[τύπος]] του [[γνωστός]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]], [[διακριτός]], σε Όμηρ.· γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πασίγνωστος]], [[επιφανής]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· [[συγγενής]], αδερφός· <i>γνωτοί τε γνωταί τε</i>, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''γνωτός:''' -ή, -όν, παλαιότερος [[τύπος]] του [[γνωστός]],<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πράγματα, [[κατανοητός]], [[αντιληπτός]], [[διακριτός]], σε Όμηρ.· γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[πασίγνωστος]], [[επιφανής]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· [[συγγενής]], αδερφός· <i>γνωτοί τε γνωταί τε</i>, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''γνωτός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[γίγνομαι]] близкий родственник, преимущ. брат (γνωτοί τε γνωταί τε Hom.).<br />и 2 [[γιγνώσκω]] известный, очевидный γνωτὰ [[κοὐκ]] ἄγνωτά μοι Soph. хорошо известные мне вещи.
}}
}}