3,274,447
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γρᾰφή:''' ἡ ([[γράφω]]), η (ανα)[[παράσταση]] μέσω της μεθόδου των γραμμών·<br /><b class="num">I. 1.</b> ιχνογράφηση ή [[σχεδιασμός]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τη ζωγραφική, στον ίδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχέδιο]], [[ζωγραφιά]], [[εικόνα]]· <i>ὅσονγραφῇ</i>, μόνο σε μια [[εικόνα]], σε Ηρόδ.· <i>πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γράψιμο]], [[τέχνη]] της [[γραφής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[σύγγραμμα]], σε Σοφ.· [[επιστολή]], σε Θουκ.· ομοίως στον πληθ., όπως το <i>γράμματα</i>, σε Ευρ.· <i>ψευδεῖς γραφαί</i>, στρεβλές δηλώσεις, ψευδή έγγραφα, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> (<i>γράφομαι</i>) ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, παραπεμπτικό [[βούλευμα]], έγγραφη [[κατηγορία]] σε μια δημόσια [[δίκη]], αυτεπάγγελτη από την [[πολιτεία]] κατά εγκληματιών [[δίωξη]], αντίθ. προς το [[δίκη]] (που σημαίνει την ιδιωτική [[καταγγελία]]), σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''γρᾰφή:''' ἡ ([[γράφω]]), η (ανα)[[παράσταση]] μέσω της μεθόδου των γραμμών·<br /><b class="num">I. 1.</b> ιχνογράφηση ή [[σχεδιασμός]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τη ζωγραφική, στον ίδ., σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[σχέδιο]], [[ζωγραφιά]], [[εικόνα]]· <i>ὅσονγραφῇ</i>, μόνο σε μια [[εικόνα]], σε Ηρόδ.· <i>πρέπουσα ὡς ἐν γραφαῖς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[γράψιμο]], [[τέχνη]] της [[γραφής]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[σύγγραμμα]], σε Σοφ.· [[επιστολή]], σε Θουκ.· ομοίως στον πληθ., όπως το <i>γράμματα</i>, σε Ευρ.· <i>ψευδεῖς γραφαί</i>, στρεβλές δηλώσεις, ψευδή έγγραφα, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> (<i>γράφομαι</i>) ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, παραπεμπτικό [[βούλευμα]], έγγραφη [[κατηγορία]] σε μια δημόσια [[δίκη]], αυτεπάγγελτη από την [[πολιτεία]] κατά εγκληματιών [[δίωξη]], αντίθ. προς το [[δίκη]] (που σημαίνει την ιδιωτική [[καταγγελία]]), σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γρᾰφή:''' ἡ<b class="num">1)</b> писание, записывание, письменное изложение (sc. τῶν λόγων Plat.): γραφῇ τιθέναι τι Plat., Arst. письменно излагать что-л;<br /><b class="num">2)</b> рисунок, изображение: [[ἐγώ]] μιν οὐκ [[εἶδον]] εἰ μὴ [[ὅσον]] γραφῇ Her. я видел его только на рисунке; ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. словно на картине; κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένος διαπεπρισμένος κατὰ τὴν [[ῥῖνα]] Plat. изображенный в профиль; [[θήρειος]] γ. Aesch. изображение диких животных: γραφῇ κοσμέειν Her. разрисовывать, расписывать;<br /><b class="num">3)</b> очертания, контур, форма: οἶός τίς ἐστι ἐς γραφὴν [[ἕκαστος]] Hom. (рассказать), какую форму имеет каждый;<br /><b class="num">4)</b> написанное, письмена, текст ([[δύσνιπτος]] ἐκ δέλτου γ. Soph.);<br /><b class="num">5)</b> запись (ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ γράμματα καταβάλλεσθαι Dem. - ср. 12);<br /><b class="num">6)</b> надпись (sc. ἐν τῇ πυραμίδι Diod.);<br /><b class="num">7)</b> письменное послание, письмо (τοσαῦτα ἡ γ. ἐδήλου Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> письменное условие, pl. соглашение, договор (περὶ συμμαχίας Arst.);<br /><b class="num">9)</b> письменный перечень, список; подсчет; описание (τών εἴς τι δαπανωμένων Diod.);<br /><b class="num">10)</b> записка, протокол, документ (ὑπογράφειν τι τῇ γραφῇ Plat.);<br /><b class="num">11)</b> сочинение, книга (γ. ὑπομνημάτων Plut.);<br /><b class="num">12)</b> (в атт. праве) письменная жалоба, исковое заявление, иск (преимущ. - в отличие от [[δίκη]] - по обвинению в преступлениях против государства): ψευδεῖς γραφὰς γράψαι Eur. возвести ложные обвинения (ср. 5); γραφὴν γράφειν Plat. или διώκειν τινά Dem. преследовать кого-л. по суду; γραφὴν κατασκευάζειν [[κατά]] τινος или ἐπί τινα Dem. возбуждать судебное преследование против кого-л.; γραφὴν γράφεσθαι Plat. быть привлекаемым к судебной ответственности; γ. τινος Dem. обвинение в чем-л.; γραφὴν εἰσιέναι или εἰσέρχεσθαι Dem. предстать перед судом. | |||
}} | }} |