δαιτρός: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δαιτρός:''' ὁ ([[δαίω]] Β), αυτός που κόβει το [[κρέας]], τεμαχιστής, [[τραπεζοκόμος]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''δαιτρός:''' ὁ ([[δαίω]] Β), αυτός που κόβει το [[κρέας]], τεμαχιστής, [[τραπεζοκόμος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δαιτρός:''' ὁ нарезающий порции (преимущ. мяса), распоряжающийся раздачей кушаний Hom., Plut.
}}
}}