δεινοπαθέω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[παθεῖν]]), [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.
|lsmtext='''δεινοπᾰθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[παθεῖν]]), [[παραπονιέμαι]] μεγαλόφωνα για τις δυστυχίες μου, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινοπᾰθέω:''' <b class="num">1)</b> тяжело страдать, быть глубоко потрясенным (ἐπί τινι Plut., Diod.);<br /><b class="num">2)</b> горько сетовать, возмущаться, негодовать Dem., Polyb.
}}
}}