δεινόω: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] τρομερό, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], [[διογκώνω]], σε Θουκ.
|lsmtext='''δεινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] τρομερό, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], [[διογκώνω]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεινόω:''' представлять в страшном виде, сильно преувеличивать (ἐπὶ τὸ [[μεῖζον]] πάντα Thuc.; τὰς συμφοράς Plut.).
}}
}}